- εκθύω
- (I)ἐκθύω (Α)1. προσφέρω εξιλαστήρια θυσία2. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω3. μέσ. α) (με αιτ. πράγμ.) εξιλεώνω, εξαγνίζω («τὸ ἐκθύσασθαι [ενν. ἄγος] οὐκ οἶοί τε ἐγίνοντο ἐπιμηχανεόμενοι», Ηρόδ.)β) (μέσ. με αιτ. προσ.) καταπραΰνω, εξευμενίζω («τίνα δεῑ μακάρων ἐκθυσαμένους εὑρεῑν μόχθων ἀνάπαυλα», Ευρ.)γ) (απολ.) προσφέρω εξιλαστήρια θυσίαδ) αποτρέπω ένα κακό με θυσία.————————(II)ἐκθύω (Α)(για εξανθήματα) παρουσιάζομαι εξαιτίας πυρετού.
Dictionary of Greek. 2013.